- τσάτρα πάτρα
- Νεπίρρ. (κυρίως σχετικά με ξένη γλώσσα ή με συνεννόηση) έτσι κι έτσι, κουτσά στραβά («τά κατάφερε τσάτρα πάτρα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catra patra < μσν. σάταλα πάταλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσάτρα πάτρα — (λ. τουρκ.), επίρρ. τροπ., με ατέλειες, κουτσά στραβά, άκρες μέσες: Μιλάει τα γαλλικά τσάτρα πάτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)